- πλάτωνι
- πλάτωνιςdeer with broad antlersfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατώνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού ελαφιού Dama dama που απαντά σήμερα στη Ρόδο … Dictionary of Greek
Πλάτωνι — Πλάτων broad shouldered masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτων' — πλάτωνι , πλάτωνις deer with broad antlers fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Философия — есть свободное исследование основных проблем бытия, человеческого познания, деятельности и красоты. Ф. имеет задачу весьма сложную и решает ее различным образом, стараясь соединить в одно разумное целое данные, добытые наукой, и религиозные… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АРИЙ ДИДИМ — АРИЙ ДИДИМ (Ἄρειος δίδυμος) (ок. 70 после 9 до н. э.), греческий док сограф и политический деятель времен имп. Августа; на основании характера его творчества А. условно относят к приверженцам стоицизма. Почти все, что касается биографии и … Античная философия
πλάτωνις — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Παλαιστίνη. Η μνήμη της τιμάται στις 6 Απριλίου. * * * ώνιδος, ὁ, Α το πλατώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. πλατύς, αλλά ο σχηματισμός του είναι δυσερμήνευτος (πρβλ. όνωνις)] … Dictionary of Greek
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
Γαρδίκας, Γεώργιος — (1869 – 1937). Φιλόλογος. Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων και της παπυρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γυμνασιάρχης του Αρσακείου. Έγραψε πολλές διατριβές σχετικές με τη σύνταξη και τη γραμματική της αρχαίας ελληνικής… … Dictionary of Greek
Λούπερκος — (3ος αι. μ.Χ.). Φιλόλογος από τη Βηρυτό. Επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω στο 270 μ.Χ. Οι σύγχρονοί του τον αναφέρουν με σεβασμό, μολονότι πολλοί αγνοούσαν τα έργα του. Έγραψε Περί του (φορίου) αν εις τρία βιβλία, Περί της καρίδος, Περί του… … Dictionary of Greek